οροβοειδής

οροβοειδής
ὀροβοειδής, -ές (ΑΜ)
1. (για καθιζήματα τών ούρων) όμοιος με τον όροβο
2. αυτός που έχει το χρώμα τού ορόβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀροβοειδῆ — ὀροβοειδής like vetch seed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροβοειδεῖς — ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem acc pl ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροβοειδῶν — ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • οροβώδης — ὀροβώδης, ῶδες (Α) [όροβος] αυτός που μοιάζει με όροβο, οροβοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”